- εμβρυώδης
- -ες1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο ή περιέχει έμβρυο («εμβρυώδη φυτά»)2. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση όμοια με τού εμβρύου, που βρίσκεται στην αρχή τής ανάπτυξής του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβρυώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο, που περιέχει μέσα του έμβρυο. 2. μτφ., που σαν να είναι έμβρυο ακόμη, πρωτόγονος, υποτυπώδης, καθυστερημένος: Η επιστημονική έρευνα σε ορισμένες χώρες βρίσκεται σε εμβρυώδη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
εμβρυϊκός — εμβρυϊκός, ή, ό και εμβρυακός, ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο, εμβρυώδης: Εμβρυακά κύτταρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)